- μελανίου
- μελάνιονinkneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… … Dictionary of Greek
Verwaltungsgliederung von Chios — Die Gemeinde Chios (griechisch Δήμος Χίου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den acht Vorgängergemeinden der griechischen Insel Chios zum 1. Januar 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die Stadt Chios … Deutsch Wikipedia
ραπιδογράφος — ο, και ραπιντογκράφ, το, Ν τύπος γραμμοσύρτη στυλογράφου, χρησιμοποιούμενος κυρίως στην εκτέλεση τεχνικών σχεδίων, με ενσωματωμένη αποθήκη μελανιού στο στέλεχός του, ο οποίος καταλήγει σε λεπτό σωλήνα με μεταλλική τρίχα εσωτερικά, από όπου ρέει… … Dictionary of Greek
σμυρνόμελαν — και ζμυρνόμελαν, έλανος, και σμυρνομελάνιον και σμυρνομέλανον, τὸ, Α παρασκεύασμα από μίγμα μελανιού και σμύρνας το οποίο χρησιμοποιούσαν στη μαγική. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρνα / ζμύρνα + μέλαν (τὸ) «γραφική μελάνη»] … Dictionary of Greek
ταμπόν — το, Ν 1. βύσμα από χαρτί ή άλλο υλικό, τάπα 2. συσκευή από ξύλο ή μέταλλο εφοδιασμένη με απορροφητικό χαρτί για το στέγνωμα τού μελανιού νωπών χειρογράφων, το στουπωτήρι 3. ορθογώνιο αβαθές κουτί με χοντρό ύφασμα ποτισμένο με ειδική μελάνη που… … Dictionary of Greek
χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… … Dictionary of Greek
Αμανής, δήμος — Νέος δήμος (2.569 κάτ.) του νομού Χίου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Γάλακτος, Βολισσού, Διευχών, Κεράμου, Κουρουνίων, Λεπτοπόδων, Μελανιού, Νέας Ποταμιάς, Νενητουρίων, Παρπαριάς, Πιραμάς … Dictionary of Greek
καρβοξυμεθυλοκυτταρίνη — Αιθέρας της κυτταρίνης, του τύπου C6H7O2(OH)2OCH2COOH. Είναι λευκή υγροσκοπική σκόνη και παρασκευάζεται με επίδραση αλκαλικυτταρίνης σε χλωροξικό νάτριο. Τη μεγαλύτερη πρακτική σημασία έχει το μετά νατρίου άλας της (πυκνότητα 1,59 gr/cm³), που… … Dictionary of Greek
Ου Τσεν — (Τσιαχσίνγκ, Τσετσιάνγκ 1280 – 1354). Κινέζος ζωγράφος, καλλιγράφος και ποιητής, ένας από τους «τέσσερις μεγάλους ζωγράφους Γιουάν». Δεν έδωσε ποτέ εξετάσεις (πράγμα ασυνήθιστο στους καλλιτέχνες) και έτσι δεν ανάλαβε κανένα δημόσιο αξίωμα. Ήταν… … Dictionary of Greek